Ενα ιστολόγιο εξερεύνησης στο χώρο της εναλλακτικής θεραπευτικής


Τρίτη 27 Αυγούστου 2019

Η γοητεία του μυστικού

"Εχω ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα  βάθη, κανείς δεν θα το μάθει και ποτέ δεν θα το πω", λέει το παλιό τραγούδι.

Εχουμε και κρατάμε μυστικά, κρατάμε πράγματα κρυφά. Τα ρήματα έχουν να κάνουν με το έχειν και το κατέχειν, και σπάνια με το είναι. Κρατάμε πράγματα κρυφά και μυστικά, γιατί φοβόμαστε να τα φανερώσουμε, φοβόμαστε τις συνέπειες που θα έχει η αποκάλυψή τους, φοβόμαστε το τι μπορεί να γίνει άμα βγουν στο φως. Ισως και να ντρεπόμαστε για κάποια πράγματα: δεν ταιριάζουν με την εικόνα που θέλουμε να έχουμε και να δείχνουμε για τον εαυτό μας, μας κάνουν να φαινόμαστε ίσως πιο τρωτοί, ίσως όχι τόσο αλτρουιστές, ίσως όχι τόσο 'καθαροί'... Μας κάνουν να φαινόμαστε αυτό που τελικά είμαστε: απλοί άνθρωποι, "με τα φλούδια και τα κουκούτσια" μας, που έλεγε κι ο ποιητής. Το καθώς πρέπει φαίνεσθαι γεννά τη ντροπή, και η ντροπή γεννά το μυστικό.

Υπογραμμίζω τις λέξεις, γιατί έχουν σημασία: Από τη μία έχουμε το φώς, το φανερό, την αποκάλυψη, που συνδέονται με το φόβο, και από την άλλη έχουμε το έχειν και το κατέχειν. Κάπως δηλαδή συνδέονται όλα αυτά, σε έναν φόβο του φωτός.

Μας αρέσει να μας εμπιστεύονται μυστικά. Μας κάνουν και νιώθουμε σπουδαίοι, σημαντικοί: αλλιώτικοι, ξεχωριστοί, ακόμα και "ανώτεροι" από τους γύρω μας. Οι περισσότερες μυητικές σχολές λειτουργούν (στους "εσώτερους" κύκλους τους, τουλάχιστον) με "μυστικές τελετές και δοξασίες" και άλλα "μυστικά". Τα λέμε συχνά  "Μυστήρια", αλλά τα Μυστήρια είχαν άλλη σημασία, νομίζω, στην ιστορία της ανθρωπότητας.  

Μας γοητεύουν τα κρυφά: τα κρυφά φιλιά, οι κρυφοί έρωτες, οι συνωμοσίες (που πάντα γίνονται "στα κρυφά"). Κάποτε ένας τρόπος να γίνει ευπώλητο ένα βιβλίο ήταν να έχει στον τίτλο του τις λέξεις 'απόκρυφο', 'μυστικό' ή, έστω, 'μυστήριο'. 

Μας γοητεύουν τα πράγματα που δεν μοιράζονται απλόχερα, δηλαδή, και είναι κτήμα λίγων εκλεκτών: όταν τα έχουμε νιώθουμε σημαντικοί, ξεχωριστοί, κάτι το ιδιαίτερο, και σίγουρα νιώθουμε μία ανωτερότητα έναντι των ανθρώπων που "δεν κατέχουν" το μυστικό, που δεν είναι κοινωνοί του κρυφού.
Μας γοητεύουν τα πράγματα που δεν βγαίνουν στο φως.

Ισως αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίσει.

Τι είναι αυτό που δεν θέλει να βγεί στο Φως, τι είναι αυτό που μας διαχωρίζει σε ανώτερους και κατώτερους, σε κατέχοντες και μη-κατέχοντες; Μας έχουν πείσει μερικούς αιώνες τώρα οτι ο διάβολος είναι ένας τύπος ημίγυμνος, μαυριδερός με μυτερά αυτιά, πόδια κατσίκας, ουρά και κρατάει πηρούνα. Δεν έχω γνωρίσει τον συγκεκριμένο κύριο, η αλήθεια είναι. Ξέρω όμως έναν άλλον:  τον διά-βολο  (βούλεται το δια: τη διά-λυση, τη δι-αίρεση, τη δια-βολή κτλ) που μπαίνει ανάμεσά μας και μας χωρίζει: σε ανώτερους και κατώτερους, σε γνώστες και αδαείς, σε έχοντες και μη-έχοντες, σε καλούς και κακούς, σε νοικοκυραίους και αναρχικούς, κτλ. Η ντροπή, η κρυψίνοια, το ύπουλο και το δολερό τρέφονται από τα μυστικά, τα κρυφά, και φυσικά τα ψέματα. Είναι δια-βολική η γοητεία του κρυφού και του μυστικού...

Ενα μυστικό είναι μεγάλο ρίσκο για αυτόν που το έχει και μεγάλη δέσμευση για αυτόν που το κρατάει (δίνουμε όρκους και υποσχέσεις, δίνουμε τον λόγο μας ενέχυρο προκειμένου να μας εμπιστευτούν 'το μυστικό').

Το Φως, πάλι, είναι για όλους. Δίνεται απλόχερα, με γενναιοδωρία, χωρίς διακρίσεις ανώτερου ή κατώτερου. Κάνει τα πράγματα φανερά. Ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και βλέπεις επειδή απλά υπάρχει, βγαίνεις στον ήλιο και σε λούζει το φως του που λάμπει 'επί δικαίων και αδίκων'. Το Φως, έλεγε μια παλιά διδασκαλία, είναι Νόμος του Σύμπαντος. Το Φως είναι πληροφορία. Τα πάντα που υπάρχουν είναι προορισμένα (ή καταδικασμένα!) να βγουν μια μέρα στο φως, να γίνουν κοινό κτήμα, και... σ' όποιον αρέσουν! Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, λέει η παροιμία.

Ανάβουμε το φως τη νύχτα για να μη φοβόμαστε, ανάβουμε φακό στα σκοτεινά για να μην παραπατήσουμε. Το Φως διαλύει το σκοτάδι, διαλύει το φόβο: τα κάνει όλα ορατά, φανερά, και διαχειρίσιμα. "Το φως εν τη σκοτία φαίνει και σκοτία αυτό ου κατέλαβεν" λένε οι Γραφές.

Ποιός τελικά φοβάται το Φως;



Παρασκευή 16 Αυγούστου 2019

Εγκώμιο της Θλίψης

Οι άνθρωποι αντέχουμε δίπλα μας τους θλιμμένους συνανθρώπους μας μόνο όταν μοιράζονται τον πόνο τους και μας ζητούν βοήθεια. Οταν ζητούν βοήθεια νιώθουμε χρήσιμοι, και χαιρόμαστε (συχνά υπέρμετρα, ασχέτως του τι αφήνουμε να φαίνεται στην επιφάνεια) όταν μας δίνεται η δυνατότητα να δώσουμε συμβουλές ή/και να εκφράσουμε άποψη. Νιώθουμε χρήσιμοι και σπουδαίοι όταν δίνουμε συμβουλές, ασχέτως εάν μας ζητούνται ή όχι.



Οταν όμως ο θλιμμένος άνθρωπος δεν μιλά για τη θλίψη του στον κοινωνικό του περίγυρο, δεν τη μοιράζεται, και άρα δεν ζητάει συμβουλές (ζητάει μόνο συμπαράσταση: συν+παρά+στέκομαι, στέκομαι πλάι στον άλλον, μαζί του), οι άλλοι γύρω του δυσκολεύονται. Νιώθουν ακυρωμένοι, γιατί τους αφαιρείται η δυνατότητα να δώσουν συμβουλές και άρα να νιώσουν χρήσιμοι και σημαντικοί. Και έτσι ο "θλιμμένος-χωρίς-φανερή-αιτία" περιθωριοποιείται από τους πολλούς, βαφτίζεται ξινός, αρνητικός, αντικοινωνικός, ακόμα και αγενής.


Δεν μπορούν όλοι να μοιραστούν τη θλίψη τους με όλους. Χρειάζονται προϋποθέσεις που ο καθένας ξέρει για τον εαυτό του. Η βαθειά θλίψη είναι συναίσθημα ιερό, ακριβό. Η "αιτία" της μπορεί να είναι κάτι που στους άλλους δεν είναι κατανοητό, ή κάτι που 'δεν αξίζει'. Οι άνθρωποι αρεσκόμαστε να κρίνουμε (πάντα εξ ιδίων!) και να δίνουμε συμβουλές, αλλά σπάνια απλά ακούμε ή στεκόμαστε πλάι χωρίς κρίση ή απόψεις (η κρίση ή οι απόψεις μπορεί να μην εκφράζονται φωναχτά αλλά ο θλιμμένος άνθρωπος τις διαισθάνεται ξεκάθαρα - η σκέψη και τα συναισθήματά μας γίνονται ευκολότερα αντιληπτά στον θλιμμένο παρά στον χαρούμενο). Η θλίψη βαθαίνει την ψυχή. Την έχουμε ανάγκη ως άνθρωποι.



Η κοινωνία μας θέλει όλοι να "είμαστε καλά", που σημαίνει χαμογελαστοί, χαρούμενοι, παραγωγικοί, "θετικοί". Δεν αντέχει τα δάκρυα ή την εσωστρέφεια. Μόλις πάει κάποιος να εκστομίσει μία στενοχώρια του σε ομήγυρη "εσωτεριστών" (ή άλλων "ψαγμένων"), ακούει εκείνο το "σκέψου θετικά" (και είτε η ψυχή του βουλιάζει στη μοναξιά είτε θέλει να χαστουκίσει τον λέγοντα για τη ρηχότητά του!). Ολοι αυτοί οι υπέρμαχοι και οι  "δάσκαλοι της θετικής σκέψης" (κυρίως οι εξ Αμερικής προερχόμενοι) έχουν καταστήσει τη θλίψη άλλη μία ασθένεια που πρέπει να θεραπευτεί. Συχνά συγχέεται δε η θλίψη με την κατάθλιψη, που όπως λέει η λέξη, σημαίνει την καταπίεση της θλίψης, και συγκαταλέγεται στις πιο κοινές ψυχικές παθήσεις της εποχής μας.


Στο σημερινό κόσμο, ακόμα και αν έχει λύσει κανείς όλα του τα ζωτικά προβλήματα (επιβίωση, σχέση με σύντροφο και παιδιά, εργασία με νόημα και καλές αποδοχές, κτλ) δεν είναι δυνατόν να μην βιώνει μία κάποια θλίψη: η ανθρωπότητα ολόκληρη λειτουργεί σαν ένας άνθρωπος τα κύτταρα του οποίου είμαστε όλοι εμείς. Ακόμα και ένας άνθρωπος να υποφέρει, ένα κύτταρο, όλο το σώμα υποφέρει, όλοι οι άνθρωποι. Είμαστε μέρος ενός όλου, συνδεδεμένοι άρρηκτα, είτε μας αρέσει, είτε το θέλουμε, είτε το πιστεύουμε είτε όχι. Ο πόνος του διπλανού μας είναι και δικός μας, όσο και να τον αρνούμαστε - γιατί η άρνηση βρίσκεται στο νου μας, αλλά ο πόνος είναι στο σώμα της ψυχής, σε ένα επίπεδο το οποίο βιώνεται στο συναίσθημα ή στο ίδιο το φυσικό μας σώμα, εξωλεκτικά. Αυτή την εποχή, επίσης, σε πολλούς από μας γίνεται αντιληπτός και ο πόνος της Γης, η οποία βασανίζεται από την κακοποίηση του είδους μας - αυτό γεννά μέσα μας θλίψη, ανεξήγητη θλίψη. Είτε έχουμε συνείδηση αυτού, είτε μας αρέσει, είτε το πιστεύουμε, είτε όχι. Υπάρχει, όπως ακριβώς υπήρχε και η Αυστραλία πριν "ανακαλυφθεί" από τους λευκούς (κατά το γνωστό ανέκδοτο).

Αυτό που συχνά παθαίνουμε, όταν βιώνουμε θλίψη ή πένθος 'ανεξήγητο', είναι οτι προσαρτούμε σε αυτό ένα αφήγημα, μία ιστορία ("είμαι θλιμμένη επειδή...") προκειμένου να εξηγήσουμε, να ερμηνεύσουμε το συναίσθημά μας, προσπαθώντας έτσι να το κάνουμε πιο υποφερτό. Η πείρα μας έχει δείξει οτι εάν μείνουμε στο συναίσθημα αυτό χωρίς ερμηνείες, χωρίς να το προσωποποιήσουμε δηλαδή, το συναίσθημα αυτό μεταμορφώνεται. Μεταμορφώνεται, και μας μεταμορφώνει. "Η θλίψη είναι η πύλη της εσωτερικής σιγής, και η σιγή είναι η πύλη της αγάπης" έλεγε ο αείμνηστος Manuel Schoch.  Εάν αφεθεί να υπάρξει έτσι απλά, η θλίψη μεταμορφώνεται σε χαρμολύπη, μία κατάσταση για  την οποία δεν έχω βρεί αντίστοιχο όρο σε άλλες γλώσσες. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο 'λεπτό' αίσθημα που κάνει την εμφάνισή του όταν συνδεόμαστε με την Πηγή μας, με το Πνεύμα, με αυτόν τον πολύ προσωπικό μας "Θεό", με τον εαυτό μας τον ίδιο, τελικά (έλεγε ο Ντοστογιέφσκι "όσο πιο σκοτεινή η νύχτα τόσο πιο λαμπερά τα αστέρια, και όσο πιο βαθιά η θλίψη τόσο πιο κοντά στο Θεό βρισκόμαστε"). 

Πρόκειται για μία κατάσταση που δεν βολεύει ούτε την υπακοή σε δόγματα ήθη ή έθιμα, ούτε την παραγωγικότητα, ούτε το κοινωνικό φαίνεσθαι ή τον εγωισμό μας - άρα μία κατάσταση που δεν βολεύει καμία από τις γνωστές κοσμικές εξουσίες. Ανοίγει δε το δρόμο στην αληθινή μας δύναμη.



Μία βαθειά προσέγγιση στη θλίψη, εδώ.

Πέμπτη 8 Αυγούστου 2019

Τα Χαρίσματα στη Ζωή μας (ή, Όταν ο Ηρωας Γίνεται Μάγος)


Σκοπός του Ταξιδιού του Ήρωα μέσα στον καθένα μας είναι για να ανακαλύψουμε ποιοί είμαστε: στο ταξίδι της ζωής μας δοκιμαζόμαστε σε διάφορα πεδία, και μαθαίνουμε. Μαθαίνουμε τις ευκολίες και τις δυσκολίες μας, μαθαίνουμε τα χαρίσματά μας με τα οποία ήρθαμε να υπηρετήσουμε την κοινότητά μας στη γη (άλλοι το λένε «πνευματικές αρετές με τις οποίες ήρθαμε να συμβάλλουμε στο θείο σχέδιο», κτλ).

Στο τέλος του ταξιδιού, του επιτυχούς ταξιδιού (που δεν κόλλησε σε κανέναν από τους παραπάνω ρόλους/φάσεις), ο Ηρωας γίνεται ο Μάγος, ο κύριος των ενεργειών. Και επιστρέφει στην κοινότητα: άλλος με χαρίσματα θεραπευτή, άλλος με χαρίσματα οργάνωσης ή διοίκησης, άλλος με χαρίσματα δασκάλου, εμψυχωτή κτλ. Είναι πολλά τα χαρίσματα που μας δίνονται ανάλογα με την εργασία που χρειάζεται να προσφέρουμε, και τα χαρίσματα αυτά τα ανακαλύπτουμε σιγά-σιγά κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Από τα χαρίσματα αυτά πηγάζουν και τα μαθήματα που έχουμε να πάρουμε στη ζωή μας (το επονομαζόμενο και «κάρμα» από κάποιες παραδόσεις), όπως και η «σκιά» μας.


Το χάρισμα του δάσκαλου, για παράδειγμα: κάποιος γεννιέται με χάρισμα λόγου και πειθούς, χάρισμα μετάδοσης πληροφοριών και γνώσεων. Είναι οι άνθρωποι που όταν αρχίσουν να μιλούν «κρέμεσαι από το στόμα τους». Εχουν την ικανότητα όχι μόνο να κρατούν ένα ακροατήριο αλλά και να εξηγούν με τρόπο κατανοητό σε όλους, και έχουν έσωθεν τη διάθεση να μεταδώσουν πληροφορίες, νιώθουν βαθειά ότι όταν «διδάσκουν» βρίσκονται στο στοιχείο τους – και έτσι νιώθουν και οι άνθρωποι που τους ακούν. Οι άνθρωποι που έρχονται σε επαφή μαζί τους, νιώθουν θαυμασμό προς αυτούς, με όλα τα παρελκόμενά του…

Λέγεται ότι ο θαυμασμός τορπιλίζει την ταπεινοφροσύνη που έχει (ή, οφείλει να έχει) ένας άνθρωπος έναντι των συνανθρώπων του αλλά και του χαρίσματος που του δόθηκε. Η ταπεινοφροσύνη (είναι αγαθό εν ανεπαρκεία γενικώς, και) συνίσταται αφενός στην επίγνωση ότι όλοι - μα όλοι - κατέχουμε μέρος της Αλήθειας, κανείς - μα κανείς - δεν την κατέχει ολόκληρη, και αφετέρου στο ότι όλοι - μα όλοι μας - έχουμε χαρίσματα ίσης αξίας – κανείς δεν υπερέχει των άλλων έχοντας τα τάδε ή το δείνα χάρισμα. Η τορπίλη όμως είναι όπλο ύπουλο, δεν το βλέπεις, προσβάλλει τα ύφαλα του σκάφους, και αν δεν το προλάβεις έγκαιρα, το σκάφος χάνεται, βουλιάζει. Και άντε μετά να το σώσεις, εάν σώζεται, και να το επισκευάσεις, εάν επισκευάζεται! Ενας με το χάρισμα του δάσκαλου τορπιλίζεται από πολλές μεριές, και από όλους ενδεχομένως τους ανθρώπους που αγγίζει με το λόγο του. Ο θαυμασμός είναι εθιστικός σαν ζάχαρη, και το βούλιαγμα γλυκό και απολαυστικό: σε άλλον μπορεί να σημαίνει χρήματα, σε άλλον δόξα, σε άλλον σεξ, σε άλλον πολιτική ή άλλη επιρροή (ανάλογα με τις «αδυναμίες» ή τις ροπές του καθενός) – μεμονωμένα, σε συνδυασμούς, ή όλα μαζί. Όταν κάπου κάποτε ξεγλιστρίσει στον αυτοθαυμασμό και ενδώσει στην τορπίλη, αρχίζει να υπηρετεί το εγώ του και όχι αποκλειστικά την κοινότητα ή το κομμάτι της αλήθειας που του χαρίστηκε. Ο «δάσκαλος» αποκτά ύφος (ταπεινό, συνήθως, γιατί ξέρει να «παίζει» το θέμα της μάσκας) και στόμφο (που άλλοτε ακούγεται αλλά συνήθως όχι από τα αυτιά των θαυμαστών και θαυμαστριών του). Αποκτά διαστάσεις λιγάκι μυθικές στα μάτια των «μαθητών» του με τη σιωπή του, και τρέφει τον θαυμασμό τους στο πρόσωπό του με «προσωπικές χάρες», «μυστικές αποκαλύψεις», και παραποιώντας (ένα τόσο δα!) την Αλήθεια για να χαϊδέψει τα αυτιά τους. Η, πάλι, τρέφει το θαυμασμό τους με την υπερβολική του αυστηρότητα, μια που  η αυστηρότητα επίσης προσδίδει κύρος…


Με τον ίδιο μηχανισμό, το χάρισμα της διοίκησης γίνεται αυταρχισμός, το χάρισμα της γενναιοδωρίας γίνεται ιδιοτέλεια, το χάρισμα του θεραπευτή γίνεται μαγγανεία, το χάρισμα του αγωνιστή γίνεται επιθετικότητα, κτλ. Όταν υπηρετείται το εγώ, το χάρισμα μεταμορφώνεται σε ελάττωμα, μια που αναπόφευκτα οδηγεί στην αυτοπροβολή και την άσκηση εξουσίας. Ετσι το χάρισμα γίνεται «σκιά» (όπως το λέει ο Γιούνγκ, ή “rebel quality” όπως το λέει ο Manuel Schoch). Το σκίαστρο του εγώ μπαίνει ανάμεσα στο φως του χαρίσματος και στην προσωπικότητά μας.


Τα χάρισμα όμως παραμένει: μας δόθηκε, μας χαρίστηκε ως εργαλείο, για να πορευόμαστε σε όλο το βίο μας, βρίσκεται εκεί είτε το χρησιμοποιούμε είτε το κακοποιούμε είτε το αποποιούμαστε. Η χρήση που του κάνουμε είναι ανάλογη του «ηθικού μας αναστήματος». Είναι ανάλογη των συνθηκών, της μέχρι τώρα πολιτείας και προσωπικών μας αγώνων, είναι ανάλογη των προσωπικών μας επιδιώξεων κάθε φορά, του αν και πόσο είμαστε απαλλαγμένοι από την ανάγκη της αναγνώρισης…

Αλλά στη φύση, στο σύμπαν ολόκληρο ισχύει ο Νόμος της Ισορροπίας (κάποιοι τον λένε και κάρμα, και νόμο της ανταποδόσεως, «θεία δίκη», κτλ). Όπου υπάρχει μία βλάβη, δηλαδή μία ανισορροπία του συστήματος, οφείλει να αποκαθίσταται – έχουμε δει τη φύση να αποκαθιστά τις βλάβες που της επιφέρει ο άνθρωπος, για παράδειγμα. Είναι ευλογία όταν αυτό γίνεται άμεσα αλλά δεν είναι πάντα έτσι, γιατί οι θεραπείες θέλουν τον δικό τους χρόνο και τόπο, πράγματα που συνήθως υπερβαίνουν την κατανόησή μας. Με τον τρόπο αυτό, το χάρισμα γίνεται αφορμή για σπουδαία μαθήματα ζωής (σε αυτήν, στην επόμενη, ή στην μεθεπόμενη, κανείς δεν ξέρει πότε και πώς!)


Το χάρισμα είναι η επαφή μας με το Πνεύμα. Οσο σχετιζόμαστε μαζί του, όσο το καλλιεργούμε για χάρη της κοινότητας, τόσο αυτό μας τρέφει, τόσο μας συντηρεί (σε κάθε επίπεδο). Είναι μία δόνηση ισχυρή, ισχυρότερη από το οποιοδήποτε πρόβλημα θα αντιμετωπίσουμε ποτέ στον γήινο βίο μας, και γι αυτό λένε συχνά «είμαστε πιο δυνατοί από τα προβλήματά μας»: όταν έχουμε επαφή με τα χαρίσματά μας και τα βάζουμε σε δράση και λειτουργία, τα προβλήματά μας αποκτούν την αληθινή τους απόλυτα διαχειρίσιμη διάσταση…

Το Ταξίδι του Ηρωα


Σύμφωνα με τον Joseph Campbell, όλες οι ιστορίες (παραδοσιακά παραμύθια, μύθοι, έπη, κτλ) της ανθρωπότητας μπορούν να συνοψιστούν σε μία, μία μοναδική και ολοκληρωμένη ιστορία, την οποία ονομάζει «μονομυθία».

Είναι η ιστορία του Ηρωα. Του ήρωα των παραμυθιών, του ήρωα μέσα μας (της ψυχής μας), του ήρωα που είναι η ίδια η ανθρωπότητα ίσως (εάν τη σκεφτούμε ως έναν Ανθρωπο). Επειδή αγαπώ πολύ την ιστορία του Αρχοντα των Δαχτυλιδιών του Τόλκιεν, οι βασικές μου αναφορές σε παραδείγματα θα είναι από εκεί.

Και ξεκινά ως εξής: ο Ήρωας ξεκινά ως «αθώος», και παίρνει ένα Κάλεσμα, ένα παράξενο κάλεσμα για την Περιπέτεια. Πρόκειται για ένα μεγάλο ξεβόλεμα, και συνήθως διστάζει να το ακολουθήσει. Πρέπει να αφήσει πίσω του το σπίτι, την οικογένεια, τη χώρα του, και να προχωρήσει προς κάτι το Αγνωστο. Ο Φρόντο, για παράδειγμα, πήρε το κάλεσμα να φύγει από τη γη του, όχι με χαρά ούτε με προθυμία, και άργησε μέχρι ‘τελευταία στιγμή’ να αναχωρήσει. (Υπάρχουν και αυτοί που αρνούνται το κάλεσμα, ή δυνάμεις απρόβλεπτες δεν τους αφήνουν να το ακολουθήσουν, όπως η ‘ωραία κοιμωμένη’. Και τότε συμβαίνουν διάφορα δεινά, και η ζωή γίνεται αφόρητη, ο ήρωας παλινδρομεί και παραμένει «αδαής»,  ή σταματά τελείως η εξέλιξη μέχρι…)


Τον Δρόμο, τον ξεκινάει μόνος του. Νιώθει «ορφανός», μέσα στο δάσος (ή στα πέλαγα, όπως συνέβη με τον Οδυσσέα), και αβοήθητος. (Εάν μείνει στη θέση αυτή, και κολλήσει, θα αποκτήσει τη νοοτροπία του θύματος «πωπω τι μου έτυχε, δεν θα τα καταφέρω ποτέ»).

Μεγάλες δυνάμεις τον καταδιώκουν ή καραδοκούν να τον αφανίσουν: δράκοι, τέρατα, δοκιμασίες, πόλεμοι, θεοί ολάκεροι. Χρειάζεται να πολεμήσει, γίνεται Αγωνιστής. Πολεμώντας τα τέρατα τα έξω διαπιστώνει ότι τα μεγαλύτερα τέρατα τα κουβαλάει μέσα του, και αυτά είναι τα πιο δύσκολα να κατατροπωθούν. (Εάν κολλήσει σε αυτό το στάδιο, θα αρχίσει να βλέπει εχθρούς παντού και θα γίνει παρανοϊκός εριστικός και επιθετικός… )


Η βοήθεια έρχεται από απρόσμενες μεριές. Ενας ερημίτης, μία παράξενη γριά σε κάποιο σταυροδρόμι, κάποιο όν ανοίκειο που δεν είναι «του κόσμου τούτου». Στο πανδοχείο του Μπρή, ο Φρόντο εντοπίζεται και εντοπίζει μία παράξενη και λίγο απειλητική φιγούρα, την οποία καλείται να εμπιστευτεί προκειμένου να συνεχίσει. Μαθαίνει ότι τίποτα δεν είναι «όπως φαίνεται», μια που στο τέλος της περιπέτειας η παράξενη και απειλητική φιγούρα αποδεικνύεται ότι είναι ο βασιλιάς που θα φέρει την τελική ειρήνη. Ο Ηρωας αποκτά συντρόφους στο ταξίδι, συνάπτει σχέσεις με ομοϊδεάτες, δοκιμάζεται στην εμπιστοσύνη, στη διορατικότητα, στην αφοσίωση στο στόχο. Πέφτει και ξανασηκώνεται. Σιγά-σιγά χτίζει την εσωτερική του σοφία και αντοχή (εάν κολλήσει στο στάδιο αυτό θα προσκολληθεί σε σχέσεις με συντρόφους, ιδέες, ή αντικείμενα, όπως ακριβώς ο Μπόρομιρ και το Γκόλουμ).


Προκειμένου να περάσει την τελική του δοκιμασία και να αξιωθεί τη Μύηση, όμως, καλείται να θυσιάσει – να απαρνηθεί κάτι που είχε ως τώρα μεγάλη αξία για αυτόν (μια ιδέα, ένα αντικείμενο, μία σχέση, την εικόνα του εαυτού του, τη ζωή του την ίδια) στο βωμό της εξέλιξής του. Είναι η φάση της κάθαρσης, που κάποιες φορές συνοδεύεται με την κάθοδο στον Αδη. Ο Φρόντο θυσιάζει το δαχτυλίδι (που είχε φτάσει να τον κυβερνάει και να γεννάει μέσα του την εμμονή  της ιδιοκτησίας), ο Γκάνταλφ  θυσιάζει τη ζωή του παλεύοντας με τον αρχέγονο δαίμονα της φωτιάς (το Μπάλρογκ), ο Οδυσσέας την καλοπέρασή του στο νησί της Καλυψούς. (Εάν κολλήσει στην απάρνηση και στη θυσία, ο ήρωάς μας θα μείνει στη νοοτροπία του «μάρτυρα»…)

Η Μύηση συχνά περιλαμβάνει τον Ιερό Γάμο, ή, όπως το λέει ο Κάμπελ, τη ‘συνάντηση με τη Θεά’, και την «επιστροφή στον Πατέρα». Φαίνεται σαν να αποτελεί το απόγειο της εμπειρίας του ταξιδιού του Ηρωα. Εγινε κύριος του εαυτού του, σοφός. Είναι κύριος των ενεργειών, μπορεί να χορεύει μαζί τους, ξέρει πότε να υπακούσει για να τον υπακούσουν. Εγινε ο Μάγος. Μα το ταξίδι δεν τελειώνει εδώ. Ο Μάγος δεν υπάρχει πια για τον εαυτό του – τα δώρα που έλαβε, τις ικανότητες τις γνώσεις και τις νέες δεξιότητες που απέκτησε από το προσωπικό του ταξίδι, πρέπει με τη σειρά του να τα δώσει στην κοινότητα, να τα μοιραστεί για το κοινό καλό, να υπηρετήσει (Τα 4 Χόμπιτ, με νέες δυνάμεις και δεξιότητες πλέον μετά από όλες τις περιπέτειές τους, ξαναγυρνούν στο Shire για να επαναφέρουν την τάξη και την ανθρωπιά στη διακυβέρνηση του τόπου τους). Είναι πια χρήσιμος, αλλά και αποδεκτός και σεβαστός. Και πάντα έτοιμος να αφήσει πίσω τις γνώσεις του, να ξαναγίνει «αθώος», και να αρχίσει εκ νέου το επόμενο ηρωικό ταξίδι, να ξανακατέβει στον Αδη, να πάρει την επόμενη Μύηση… (Ο κίνδυνος εδώ είναι να κολλήσει στις δάφνες και στη δόξα, να γίνει αλαζών, και να χρησιμοποιήσει τα δώρα που έλαβε για ίδιον όφελος – για περαιτέρω δόξα, για υλικό ή προσωπικό κέρδος. Γίνεται χειριστικός, αρχίζει να χειραγωγεί, να διαστρέφει τα μαθήματα που έλαβε στο ταξίδι του προκειμένου να γοητεύσει… Και περνάει από την «άλλη όχθη», γινόμενος μαύρος μάγος, γητευτής, μαγγανευτής. Όπως ακριβώς ο Σάρουμαν, στον «Αρχοντα των Δαχτυλιδιών»)



Ολες οι ιστορίες, οι μύθοι, όλα τα παραδοσιακά και μυητικά αφηγήματα της ανθρωπότητας έχουν σαν βάση ή αποτελούν τμήματα αυτής της μονομυθίας. Ακόμα και οι βίοι των Μεγάλων Δασκάλων μπορούν να ειδωθούν υπό αυτό το πρίσμα. Τα όνειρα που βλέπουμε σε κρίσιμες φάσεις της ζωής μας επίσης μπορούν να ειδωθούν (ίσως και να ερμηνευτούν) βάσει αυτού του μοντέλου. Η μονομυθία, έτσι όπως περιγράφεται στη μελέτη «Ο Ηρωας με τα Χίλια Πρόσωπα» του Joseph Campbell, έχει πολλές λεπτομέρειες τις οποίες δεν παρέθεσα εδώ (θα ήταν αδύνατον), και πολλά πολλά παραδείγματα από παραδόσεις όλης της γης, που βοηθούν στην κατανόηση. Είναι ένας σημαντικός τρόπος να δει κάποιος την ιστορία της ζωής του, που μπορεί να είναι ένα ταξίδι αλλά και πολλά μέσα σε ένα. 

Η ζωή λειτουργεί με φράκταλ, με κύκλους που ανοίγουν και κλείνουν και γίνονται σπείρες ξανανοίγοντας σε νέα παράλληλα επίπεδα, και κάθε φάση της μπορεί να ειδωθεί ως μία αντανάκλαση του μεγάλου ταξιδιού του Ηρωα.