Μια φορά κι έναν καιρό, αυτός που έμελλε να γίνει ο Βούδας (= Φωτισμένος), καθόταν κάτω από ένα δέντρο, και διαλογιζόταν. Η παράδοση λέει οτι ο διαλογισμός του αυτός κράτησε σαράντα ολόκληρες μέρες, μετά βγήκε ("ξύπνησε") από τον διαλογισμό του φωτισμένος πλέον, και άρχισε να διδάσκει... Το τι έγινε μετά, μπορεί κανείς να ανατρέξει στην ιστορία του Βουδισμού και να το μάθει.
Η δική μας ιστορία ξεκινά ΠΡΙΝ "ξυπνήσει" ο Βούδας από τον διαλογισμό του.
Καθόταν λοιπόν ο πρίγκηπας (πρίγκηπας ήτανε πριν φωτιστεί ο Βούδας) με τα μάτια κλειστά, σε βαθύ διαλογισμό, κάτω από το δέντρο του. Στην Κόλαση υπήρχε αναταραχή. Οι διάφοροι δαίμονες που είναι επιφορτισμένοι με το να "κόβουν κίνηση" τι συμβαίνει στη Γη, έχουν αρχίσει να ανησυχούν σοβαρά βλέποντας τον πρίγκιπα να διαλογίζεται. Πάει λοιπόν μία επιτροπή από δαύτους στο μεγάλο αφεντικό, και του λέει "πολυχρονεμένε μας" (ή όπως αλλιώς προσφωνούν οι δαίμονες τον διάβολο) "τον βλέπεις αυτόν εκεί κάτω από το δέντρο;" "τον βλέπω μια χαρά" τους λέει. "Ε, λοιπόν, μάθε πως σε κανα μήνα ο άθλιος αυτός θα φωτιστεί, θα βγει από το διαλογισμό του, και θα αρχίσει να διδάσκει! Κι αλίμονό μας. Οι άνθρωποι θα τον ακούσουνε, θα τον ακολουθήσουνε... και πάει, το κλείσαμε το μαγαζί. Η ανεργία θα μας φάει!" Ο διάβολος, χαλαρά, απάντησε "καλά, μην ανησυχείτε τόσο, το έχω υπό έλεγχο το πράγμα".
Αλλά οι μέρες περνούσαν. Μάταια περίμεναν οι δαίμονες οτι κάτι θα έκανε "το αφεντικό" (κανα κεραυνό, κανα άγριο ζώο, κάτι τελοσπάντων), αλλά τίποτα. Και φυσικά τους έτρωγε η ανησυχία. Ξαναπάνε λοιπόν στο διάβολο, "κάνε κάτι όσο είναι καιρός, σε 20 μέρες ο βλαμένος αυτός θα φωτιστεί, και θα διδάξει, και τι θα κάνουμε εμείς" κτλ κτλ. Χαλαρά ο διάβολος, "τι ανησυχείτε, το 'χω σας λέω", και τους ξαναστέλνει πίσω στα πόστα τους. Περνούσαν οι μέρες, οι δαίμονες άρχισαν να τρώνε τα νύχια τους από την αγωνία, πηγαίνανε και ξαναπηγαίνανε στο διάβολο με φαγωμένα νύχια, κρίσεις πανικού, υστερία κτλ, αλλά ο διάβολος ζεν τελείως, τους έστελνε πίσω άπρακτους.
Εφτασε και η τελευταία μέρα. Σε 24 ώρες ο πρίγκηπας θα έβγαινε από το διαλογισμό του. Οι δαίμονες, σε κατάσταση παραφροσύνης από το φόβο και την αγωνία πλέον, πάνε όλοι μαζί στο διάβολο, με πλακάτ και ντουντούκες, φωνάζοντας διάφορα του τύπου "κάνε κάτι" "αφεντικό σώσε μας" "κάτω ο Βούδας" "δεν θέλουμε την κόλαση να γίνει πάρκινγκ" "ο Βούδας θα μας λιανίσει", κτλ. Ο διάβολος, ζεν όπως πάντα, χαμογελάει και λέει: "Τι στενοχωριέστε βρε κουτά; Αφήστε ήσυχο τον άνθρωπο. Θα ξυπνήσει, ναι, θα φωτιστεί, ναι, θα διδάξει, βεβαίως, θα τον ακολουθήσουνε οι άνθρωποι, μάλιστα, όλα καλά κι ωραία. ΕΜΕΙΣ ΘΑ ΟΡΓΑΝΩΣΟΥΜΕ ΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΟΥ".
(Κάτι μου λέει οτι αυτή η ιστορία δεν είναι ένας απλός θρύλος...)