"Τα Ηνωμένα Εθνη λένε ότι
ένα εκατομμύριο είδη ενδέχεται να εξαφανιστούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες.
Πώς θα μας φανεί όλο αυτό καθώς θα εμφανίζεται στις ειδήσεις της οθόνης μας;
Φανταστείτε ότι οι εξαφανίσεις των ειδών θα ανακοινώνονται μία μία καθώς συμβαίνουν
– πόσες έκτακτες ειδήσεις ανά μέρα θα έχουμε;
Μπαίνουμε σε μία εποχή
αφάνταστης απώλειας, συν το ενδεχόμενο τέλος της ανθρώπινης ζωής επάνω στη Γη.
Αν ελπίζουμε να το αλλάξουμε αυτό, θα πρέπει να υπολογίσουμε σοβαρά το γεγονός
πως ότι κάνουμε τώρα δεν έχει αποτέλεσμα εφόσον συνεχίζουμε να οδεύουμε προς το
γκρεμό, και ότι κάτι δεν αφήνει τους περισσότερους ανθρώπους να ασχοληθούν με
την έκτακτη αυτή ανάγκη παρά τις προειδοποιήσεις. Είναι πιθανό ότι ένα
σημαντικό μέρος αυτού του ‘κάτι’ είναι φόβος, συνειδητός ή ασυνείδητος, για ένα
επερχόμενο πένθος. Πώς θα αντέξουμε τη θλίψη; και η θλίψη, δεν θα μας
δυσκολέψει στη δράση μας; Αλλά διερωτώμαι, μήπως δεν είναι η θλίψη που μας
καθιστά αδύναμους αλλά όλα αυτά που κάνουμε για να την αποφύγουμε. Ίσως
χρειάζεται να την ενσωματώσουμε, να την συμπεριλάβουμε. Η θλίψη δεν θα μας
εμποδίσει από το να δράσουμε, θα αλλάξει όμως το πώς δρούμε με τρόπους που θα
κάνουν μεγάλη διαφορά.
Το πένθος και η θλίψη
έχουν δυνάμεις πολύ διαφορετικές από το θυμό, ακριβώς όπως το νερό και η φωτιά.
Πολλές σύγχρονες κουλτούρες τείνουν να αξιολογούν υψηλότερα τα χαρακτηριστικά
που κάποιοι θεωρούν ότι συνδέονται με αρσενικές ποιότητες από αυτά που θεωρούν
ότι συνδέονται με θηλυκές ποιότητες, που σημαίνει ότι βάζουν ψηλότερα τις
πύρινες από τις υδάτινες ποιότητες: την οργή πάνω από τη θλίψη, την
διεκδικητικότητα πάνω από την δεκτικότητα. Το πένθος θεωρείται θηλυκό; Μας
καθιστά θηλυκούς το να το νιώθουμε, και μήπως αυτό είναι που φοβίζει κάποιους;
Ο θυμός τείνει να αισθάνεται για (δεν
μου αρέσει αυτό που σου συμβαίνει και θέλω να το αλλάξω) ενώ η θλίψη τείνει να αισθάνεται με (να συναισθάνεται δηλαδή –
ο πόνος σου είναι και δικός μου και νοιάζομαι για αυτό). Το αισθάνομαι για και
το συναισθάνομαι συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Εάν εκτιμούσαμε και τα δύο εξίσου
θα μπορούσαμε να λειτουργήσουμε με τη φωτιά ή το νερό ανάλογα με την ανάγκη. Θα
μπορούσαν να μετριάσουν το ένα το άλλο και να συνδυαστούν δυνατά με τρόπους που
δεν έχουμε ακόμα φανταστεί. Ο καθένας μας θα μπορούσε να αντλήσει από
περισσότερα πράγματα μέσα του για να ανταποκριθεί σε μία κρίση, θα είχαμε
περισσότερα εφόδια για να παρηγορηθούμε και να ενισχυθούμε. Βλέπουμε τα
αποτελέσματα της δράσης του πυρός γύρω μας, στο καλό και στο κακό. Αναρωτιέμαι εάν
κάποιο μέρος έστω όλης αυτής της οργής που κατακαίει γύρω μας και χαρακτηρίζει
την εποχή μας, δεν είναι άμυνα έναντι στο πένθος. Και αναρωτιέμαι εάν η θλίψη
που πλανάται και δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια επηρεάζει περισσότερο τη ζωή μας
στην κοινωνία από όσο πιστεύουμε. Εάν αυτό αληθεύει, ίσως να πρέπει να
περάσουμε περισσότερο χρόνο με τη θλίψη τον πόνο και το πένθος εδώ, στο τέλος
των ημερών.
Το πένθος είναι ένας
βούδας (είναι αφυπνιστικό). Όχι κάτι από το οποίο θα πάρουμε μαθήματα, αλλά από
τον τρόπο που είναι, κάποιες φορές, το πνεύμα και το σώμα μίας εποχής του κόσμου,
μίας εποχής της καρδιάς-νου. Το πένθος είναι ένας βούδας, η χαρά είναι ένας
βούδας, ο θυμός είναι ένας βούδας, η ειρήνη είναι ένας βούδας. Είναι βούδες γιατί αφυπνίζουν. Σύμφωνα με τα κοάν, πρέπει να γνωρίσουμε εκ του σύνεγγυς όλους
τους βούδες – να τους σκαρφαλώσουμε, να τους αφήσουμε να σκαρφαλώσουν επάνω
μας, να τους κάψουμε για να ζεσταθούμε, να τους ερωτευτούμε, να τους
σκοτώσουμε, να βρούμε έναν να κάθεται στο κέντρο του σπιτιού μας. Το νόημα δεν
είναι να θεραπεύσεις τον βούδα του πένθους, ούτε αυτός εσένα. Το νόημα είναι να
μάθεις τι σημαίνει να είσαι μέρος μίας εποχής της καρδιάς-νου σου, μίας εποχής
του κόσμου, που έχει βαφτεί με τα χρώματα του πένθους, που έχει εξαγιαστεί από
το πένθος.
Μία φορά κάποτε, μια νέα γυναίκα, είναι χαμένη μέσα στο πένθος από τον θάνατο του συζύγου της. Αφήνει πίσω της τα πάντα και πάει σε ένα μοναστήρι να ζητήσει βοήθεια. «Τι είναι Ζεν;» Ενας δάσκαλος απαντά ότι ζεν είναι η καρδιά του ανθρώπου που ρωτά: η πληγωμένη της καρδιά είναι ο βούδας αυτού του τόπου και χρόνου. Αποφασίζει να μείνει για να καταλάβει τι σημαίνει αυτό. Καθώς κάθεται στο σκοτάδι, η γυναίκα αγγίζει με τα δάχτυλά της τον βούδα του πένθους, μαθαίνοντας έτσι το περίγραμμα και την υφή του. Μετά από καιρό, ανακαλύπτει τη χάρη μέσα σε αυτό το σκοτάδι με το πένθος για σύντροφό της: μία βαθειά ταπεινότητα, μία βαθειά σιωπή, τη βαθειά ακρόαση.
Στα λατινικά η ρίζα του
πένθους συγγενεύει με την εγκυμοσύνη.
Μια μέρα η γυναίκα ακούει
την κραυγή ενός ελαφιού από το κοντινό ποταμάκι. «Πού είναι το ελάφι;» Ρωτά ο
δάσκαλος. Ακούει, συγκεντρωμένη, κάτι μέσα της έχει ωριμάσει. «Ποιος ακούει;»
Αυτό που μέσα της έχει ωριμάσει ανοίγει σπάζοντας το κέλυφός του – η κραυγή του
ελαφιού αντηχεί μέσα στα δέντρα και συγχρόνως μέσα στην τραυματισμένη της
καρδιά. Βρίσκεται εκεί, με τις οπλές της βρεμένες, και βρίσκεται εδώ
διερωτώμενη. Και τα πάντα ακούνε τα πάντα.
Αργότερα βρίσκεται στο
ποταμάκι με έναν κουβά από λάκκα για λουλούδια, αλλά εκείνη το γεμίζει με νερό.
Βλέπει την αντανάκλαση της σελήνης στο νερό: το πένθος της που λάμπει. Αργότερα
πάλι, λέει, ο πάτος του κουβά ανοίγει: το νερό και το φως μουλιάζουν τη γη. Όλα
είναι υγρά: το ποταμάκι, η νερένια σελήνη στον κουβά, το υγρό μάτι του ελαφιού,
η γυναίκα που κλαίει.
Τα δάκρυά της γίνονται
διαλύτης για ότι μέσα της αντιστέκεται, για τις άμυνες που ορθώνουμε
προκειμένου να μην νιώσουμε τον πόνο της ζωής ολοκληρωτικά – το οποίο δεν μας
αφήνει να νιώσουμε την ομορφιά ολοκληρωτικά. Τα δάκρυα μαλακώνουν, ξεκολλάνε,
διασαλεύουν, ανατρέπουν, και γεμίζουν. Τρέχουν σαν νερό κάτω από τον πάγο, και
ξαφνικά το παγωμένο ρέει ξανά.
Κάποιοι φοβούνται αυτού
του είδους τη διάλυση. Θα συνεχίσω να
είμαι ο ίδιος; Μήπως εξαφανιστώ ή τρελλαθώ; Θα μπορέσω να αγωνιστώ για την
κλιματική αλλαγή; Αν αρχίσουμε να κλαίμε, αν ανοίξουμε τους εαυτούς μας να
βιώσουν τον πόνο, την οδύνη, και την τρομερή πληγωμένη ομορφιά της ζωής επάνω
στη Γη, μπορεί να μην μπορέσουμε να σταματήσουμε, μπορεί να πνιγούμε.
Αλλά ούτε εξαφανιζόμαστε
ούτε πνιγόμαστε. Ούτε κλαίμε για πάντα. Αν όμως από καιρού εις καιρόν αυτά τα
δάκρυα θέλουν να ρεύσουν από μέσα μας, δεν μας φοβίζουν πια, είναι μία μικρή
τελετή που μας κρατά σε επαφή με τον κόσμο. Μας καθιστούν λιγότερο εύθραυστους,
και πιο ανθεκτικούς. Κλαίμε γιατί κάτι χύνεται μέσα μας και ξεχειλίζει, γιατί
είναι αδύνατον να πούμε πράγματα κάποιες στιγμές και είναι εξίσου αδύνατον να
μην προσφέρουμε κάτι ως αντάλλαγμα. Τα αλμυρά μας δάκρυα είναι απομεινάρια των
απαρχών μας ως πλάσματα του ωκεανού, είναι επίσης και το κατακάθι της δύσκολης
θάλασσας που διασχίζουμε μέσα στη ζωή. Εμπεριέχουμε και τα δύο, και τα άχρονα
βάθη και τα κύματα που κλυδωνίζουν το εύθραυστο σκάφος που μας μεταφέρει από τη
γέννηση ως το θάνατο.
Η γυναίκα της ιστορίας μας,
που λεγόταν Μουτζάκου, προχώρησε και κατάφερε μεγάλα πράγματα, βοηθώντας άλλες γυναίκες
να συναντήσουν τις καρδιές τους. Πολλές γενιές καλογραιών έχουν γράωει ποιήματα
γι αυτήν – μία έγραψε ότι το νερό από τον κουβά της γέμισε πολλές τρύπες. Μπόρεσε
και το έκανε αυτό όχι επειδή βρήκε τρόπο να παρακάμψει το πένθος της αλλά
επειδή ησύχασε το μέσα της και άκουσε το πένθος να της μιλά και να της λέει τι
να κάνει. Η κραυγή της για βοήθεια, η κραυγή του ελαφιού, το σεληνόφως που
ξεχύθηκε από το σπασμένο της κουβά – το πένθος της απλώθηκε πέρα από τα όρια
του δέρματός της και ανήκε σε παραπάνω καρδιές από τη δική της και μόνο. Ετσι
και η αφύπνισή της. Έτσι όπως κρατήθηκε, έτσι όπως υποστηρίχθηκε, έτσι μπόρεσε
να κρατήσει και υποστηρίξει. Αυτό ακριβώς είναι η αφύπνιση.
Το πένθος είναι μία μορφή
αγάπης, είναι το πώς αγαπάμε όταν ο αγαπημένος μας απουσιάζει. Είναι μία
μεταμόρφωση της αγάπης μέσα από την απώλεια, και το πώς μυούμαστε σε έναν νέο
κόσμο. Όπως όλες οι μυήσεις, ξεκινά με τον εξαγνισμό. Στην περίπτωση του
πένθους αυτός ο εξαγνισμός μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονος, γιατί η απώλεια
αυτού που αγαπήσαμε είναι έντονη: σοκ, μνήμες, θλίψη, οργή, μεταμέλεια, νόστος,
απογοήτευση, προδοσία, ανακούφιση. Μας ξεσκίζουν οι καταιγίδες, η παλιά μας ζωή
τραβιέται βίαια από επάνω μας. Το πένθος της εποχής μας είναι παράξενο γιατί εν
μέρει πενθούμε αυτό που θα εξαφανιστεί στο μέλλον. Η απώλεια δεν θα είναι
ξαφνική ή απρόσμενη, σαν αεροπορικό δυστύχημα. Την έχουμε προβλέψει, θα
διαρκέσει πολύ, και καθώς πενθούμε θα προσπαθούμε να διασώσουμε ότι μπορούμε.
Τελικά, μπορούμε να
βρούμε το δρόμο μας στο μάτι του κυκλώνα όπως η Μουτζάκου. Υπάρχει όμως μια
διαφορά. Στην εποχή της Μουτζάκου μπορούσες να αγαπήσεις τον φυσικό κόσμο με
μία αθωότητα – η αφύπνισή της είναι συνυφασμένη με έναν απλό και αρχέγονο τρόπο
με το ελάφι, το ποταμάκι, τη σελήνη ανάμεσα στα δέντρα. Θεωρούσε δεδομένο κάτι
που εμείς δεν μπορούμε πλέον να θεωρήσουμε: ότι η φύση με την αυτάρκειά της θα
βρίσκεται εδώ αιώνια να μας θεραπεύει και να μας «ανοίγει». Εμείς σήμερα δεν
μπορούμε να αγαπάμε τη Γη τόσο αθώα, αψηφώντας ή αγνοώντας τον τρόπο με τον οποίο
της φερόμαστε. Και πώς αγαπάμε σήμερα, μετά το πέρας της αθωότητας; Πώς
μπορούμε να παραμείνουμε σε αυτή την αγάπη ακόμα και όταν μας πεθαίνει από τον
πόνο; Ίσως το να επιτρέψουμε στην απώλεια να χρωματίσει την αγάπη μας θα μας βοηθήσει,
γιατί θα μας κρατά κοντά σε αυτό που συμβαίνει στα αλήθεια. Ίσως εάν
επιτρέψουμε στις τύψεις και στη μεταμέλεια να χρωματίσουν την αγάπη μας να μας βοηθήσει
να κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνει τώρα η αυθεντική αγάπη: να αναγνωρίσουμε το
χρέος μας.
Ο
Πήτερ Χέρσοκ είχε πει κάποτε ότι στην Κινέζικη παράδοση των κοάν, η μεταμέλεια
είναι το θεμέλιο της ηθικής. Δεν το ανέλυσε περισσότερο, και από τότε κουβαλάω
μέσα μου αυτή τη σκέψη έτσι. Από όσο μπορώ να καταλάβω, η μεταμέλεια ξεκινά με
το να ακούς χωρίς να διακόπτεις και μετά να συναισθάνεσαι, να βιώνεις τον πόνο
που προκάλεσες ως δικό σου πόνο. Το φυσικό αποτέλεσμα είναι η επιθυμία να μην
ξανακάνεις ότι έκανες. Και έτσι η μεταμέλεια γίνεται διερώτηση: Πώς συνέβη
αυτό; Πώς μπορώ να μην αφεθώ να το ξανακάνω; Πώς μπορώ να αποκαταστήσω τη
βλάβη;
Και αυτό επίσης είναι
δράση αγάπης. Πένθος είναι το πώς αγαπάμε όταν αντιμετωπίζουμε την απώλεια,
μεταμέλεια είναι το πώς αγαπάμε όταν έχουμε βλάψει. Πώς θα μπορούσαν να μην
είναι αυτά τα δύο μέρος της εργασίας μας αυτή την εποχή; Αυτή τη στιγμή είναι
δύσκολο να φανταστούμε πώς θα αγαπήσουμε το μέλλον που βλέπουμε να έρχεται,
αλλά πολύ σύντομα θα χρειαστεί. Πώς θα τα καταφέρουμε εάν είμαστε ακόμα
διαποτισμένοι από πένθος που δεν έχουμε αναγνωρίσει μέσα μας, εάν αντί να
φροντίσουμε τη μεταμέλειά μας είμαστε χαμένοι στις ενοχές και στην άρνηση;
Δεν θα κλαίμε για πάντα. Το
πένθος αλλάζει από την αρχική του αγριότητα σε ενός είδους αξιοπρέπεια. Η
μεταμέλεια γίνεται ευγενής μας συνοδοιπόρος. Ταιριάζουν στην εποχή μας – στην οποία
δεν αρμόζει η αδαής αστόχαστη αθωότητα, και μόνο μερικώς η οργή. Δεν μπορούμε
να γνωρίζουμε, εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, πώς θα είναι η αγάπη που θα έχουμε
αύριο, αλλά μπορούμε να αποφασίσουμε πώς θα πάμε να τη συναντήσουμε. Τώρα
εγκυμονούμε το μέλλον, εγκυμονούμε χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τι είναι αυτό
που θα γεννηθεί. Μαζί όλοι εισερχόμαστε σε ένα μεγάλο μυστήριο. Σε αυτή την
αόρατη τελετή φέρνουμε τις δεξιότητες του πολεμιστή, την πείνα και τους αγώνες μας,
την ευφυία του μυαλού μας – όλα αυτά που μας έφεραν ως εδώ – ελπίζοντας πως θα
τα χρησιμοποιήσουμε με καλύτερους τρόπους αυτή τη φορά. Ίσως θα μπορούσαμε να
φέρουμε τις καθαρισμένες μας καρδιές ταπεινωμένες από αυτά που έχουμε κάνει, και
την προθυμία να ακολουθήσουμε την αγάπη όπου μας πάει, καθώς βαδίζουμε στη
μεγάλη τελετή της υπόλοιπης ζωής μας."
Το κείμενο γράφτηκε από την Τζόαν Σάδερλαντ, και το πρωτότυπό του βρίσκεται εδώ
Μεταφράστηκε από την Ε. Γκώγκου
Τόσο σημαντικές σκέψεις! Ξεχωρίζω, όμως:"Πένθος είναι το πώς αγαπάμε όταν αντιμετωπίζουμε την απώλεια, μεταμέλεια είναι το πώς αγαπάμε όταν έχουμε βλάψει." Και το ένα και το άλλο Αγάπη!
ΑπάντησηΔιαγραφή