"Εχω ένα μυστικό κρυμμένο στης καρδιάς τα βάθη, κανείς δεν θα το μάθει και ποτέ δεν θα το πω", λέει το παλιό τραγούδι.
Εχουμε και κρατάμε μυστικά, κρατάμε πράγματα κρυφά. Τα ρήματα έχουν να κάνουν με το έχειν και το κατέχειν, και σπάνια με το είναι. Κρατάμε πράγματα κρυφά και μυστικά, γιατί φοβόμαστε να τα φανερώσουμε, φοβόμαστε τις συνέπειες που θα έχει η αποκάλυψή τους, φοβόμαστε το τι μπορεί να γίνει άμα βγουν στο φως. Ισως και να ντρεπόμαστε για κάποια πράγματα: δεν ταιριάζουν με την εικόνα που θέλουμε να έχουμε και να δείχνουμε για τον εαυτό μας, μας κάνουν να φαινόμαστε ίσως πιο τρωτοί, ίσως όχι τόσο αλτρουιστές, ίσως όχι τόσο 'καθαροί'... Μας κάνουν να φαινόμαστε αυτό που τελικά είμαστε: απλοί άνθρωποι, "με τα φλούδια και τα κουκούτσια" μας, που έλεγε κι ο ποιητής. Το καθώς πρέπει φαίνεσθαι γεννά τη ντροπή, και η ντροπή γεννά το μυστικό.
Υπογραμμίζω τις λέξεις, γιατί έχουν σημασία: Από τη μία έχουμε το φώς, το φανερό, την αποκάλυψη, που συνδέονται με το φόβο, και από την άλλη έχουμε το έχειν και το κατέχειν. Κάπως δηλαδή συνδέονται όλα αυτά, σε έναν φόβο του φωτός.
Μας αρέσει να μας εμπιστεύονται μυστικά. Μας κάνουν και νιώθουμε σπουδαίοι, σημαντικοί: αλλιώτικοι, ξεχωριστοί, ακόμα και "ανώτεροι" από τους γύρω μας. Οι περισσότερες μυητικές σχολές λειτουργούν (στους "εσώτερους" κύκλους τους, τουλάχιστον) με "μυστικές τελετές και δοξασίες" και άλλα "μυστικά". Τα λέμε συχνά "Μυστήρια", αλλά τα Μυστήρια είχαν άλλη σημασία, νομίζω, στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Μας γοητεύουν τα κρυφά: τα κρυφά φιλιά, οι κρυφοί έρωτες, οι συνωμοσίες (που πάντα γίνονται "στα κρυφά"). Κάποτε ένας τρόπος να γίνει ευπώλητο ένα βιβλίο ήταν να έχει στον τίτλο του τις λέξεις 'απόκρυφο', 'μυστικό' ή, έστω, 'μυστήριο'.
Μας γοητεύουν τα πράγματα που δεν μοιράζονται απλόχερα, δηλαδή, και είναι κτήμα λίγων εκλεκτών: όταν τα έχουμε νιώθουμε σημαντικοί, ξεχωριστοί, κάτι το ιδιαίτερο, και σίγουρα νιώθουμε μία ανωτερότητα έναντι των ανθρώπων που "δεν κατέχουν" το μυστικό, που δεν είναι κοινωνοί του κρυφού.
Μας γοητεύουν τα πράγματα που δεν βγαίνουν στο φως.
Ισως αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίσει.
Τι είναι αυτό που δεν θέλει να βγεί στο Φως, τι είναι αυτό που μας διαχωρίζει σε ανώτερους και κατώτερους, σε κατέχοντες και μη-κατέχοντες; Μας έχουν πείσει μερικούς αιώνες τώρα οτι ο διάβολος είναι ένας τύπος ημίγυμνος, μαυριδερός με μυτερά αυτιά, πόδια κατσίκας, ουρά και κρατάει πηρούνα. Δεν έχω γνωρίσει τον συγκεκριμένο κύριο, η αλήθεια είναι. Ξέρω όμως έναν άλλον: τον διά-βολο (βούλεται το δια: τη διά-λυση, τη δι-αίρεση, τη δια-βολή κτλ) που μπαίνει ανάμεσά μας και μας χωρίζει: σε ανώτερους και κατώτερους, σε γνώστες και αδαείς, σε έχοντες και μη-έχοντες, σε καλούς και κακούς, σε νοικοκυραίους και αναρχικούς, κτλ. Η ντροπή, η κρυψίνοια, το ύπουλο και το δολερό τρέφονται από τα μυστικά, τα κρυφά, και φυσικά τα ψέματα. Είναι δια-βολική η γοητεία του κρυφού και του μυστικού...
Ενα μυστικό είναι μεγάλο ρίσκο για αυτόν που το έχει και μεγάλη δέσμευση για αυτόν που το κρατάει (δίνουμε όρκους και υποσχέσεις, δίνουμε τον λόγο μας ενέχυρο προκειμένου να μας εμπιστευτούν 'το μυστικό').
Το Φως, πάλι, είναι για όλους. Δίνεται απλόχερα, με γενναιοδωρία, χωρίς διακρίσεις ανώτερου ή κατώτερου. Κάνει τα πράγματα φανερά. Ανοίγεις τα μάτια σου το πρωί και βλέπεις επειδή απλά υπάρχει, βγαίνεις στον ήλιο και σε λούζει το φως του που λάμπει 'επί δικαίων και αδίκων'. Το Φως, έλεγε μια παλιά διδασκαλία, είναι Νόμος του Σύμπαντος. Το Φως είναι πληροφορία. Τα πάντα που υπάρχουν είναι προορισμένα (ή καταδικασμένα!) να βγουν μια μέρα στο φως, να γίνουν κοινό κτήμα, και... σ' όποιον αρέσουν! Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο, λέει η παροιμία.
Ανάβουμε το φως τη νύχτα για να μη φοβόμαστε, ανάβουμε φακό στα σκοτεινά για να μην παραπατήσουμε. Το Φως διαλύει το σκοτάδι, διαλύει το φόβο: τα κάνει όλα ορατά, φανερά, και διαχειρίσιμα. "Το φως εν τη σκοτία φαίνει και σκοτία αυτό ου κατέλαβεν" λένε οι Γραφές.
Ποιός τελικά φοβάται το Φως;